- φλαττοθρατ
- φλαττόθρατφλαττόθρατ, φλαττοθραττοφλαττόθρατinterj. трататата, трахтарарах (шутл. звукоподражание высокопарным, но бессмысленным словам) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλαττόθρατ — neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαττόθρατ — και φλαττοθραττοφλαττόθρατ Α κωμική λέξη, χωρίς σημασία, για την γελοιοποίηση τού πομπώδους τραγικού ύφους … Dictionary of Greek